- ιχθυογραφία
- η1. περιγραφή των ψαριών κάποιου τόπου: Ιχθυογραφία της Δωδεκανήσου.2. ιχθυολογία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιχθυογραφία — ἡ 1. περιγραφή τών ψαριών ενός τόπου («ιχθυογραφία τών Κυκλάδων») 2. ιχθυολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + γραφία (< γραφος < γράφω)] … Dictionary of Greek
ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… … Dictionary of Greek